- περιαργυρώ
- -όω, ΝΜΑ [περιάργυρος]περικαλύπτω κάτι με ελάσματα αργύρου, ασημοδένω («ἐκπώματα ποιεῑν ἐξ αὐτῶν τὰ χείλη περιαργυροῡντας καὶ χρυσοῡντας», Αθήν.)(μσν. διακοσμώ, στολίζω κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιαργύρῳ — περιάργυρος set in silver masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργυρώνω — (AM ἀργυρῶ όω) επαργυρώνω αρχ. ( ούμαι) (για πρόσωπα) ανταμείβομαι με άργυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος. ΠΑΡ. αργύρωμα. ΣΥΝΘ. εξαργυρώνω ( ώ), επαργυρώνω ( ώ) αρχ. διαργυρώ, εναργυρώ, καταργυρώ, υπαργυρώ αρχ. μσν. περιαργυρώ νεοελλ. επαργυρώνω] … Dictionary of Greek
περιαργύρωσις — ώσεως, ἡ, Α [περιαργυρώ] επένδυση με ελάσματα αργύρου … Dictionary of Greek